- ἀδιαφθορίαν
- ἀδιαφθορίᾱν , ἀδιαφθορίαfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεμνότητα — η / σεμνότης, ητος, ΝΑ [σεμνός] 1. σοβαρότητα, ευπρέπεια, αξιοπρέπεια 2. αιδημοσύνη, ντροπαλότητα αρχ. 1. (σχετικά με θεό) ιερότητα, αγιότητα 2. μεγαλοπρέπεια («ἡ τοῡ τόπου σεμνότης», επιγρ.) 3. (σχετικά με πρόσ.) επισημότητα («παρεχόμενος... ἐν… … Dictionary of Greek